- ῥερυπωμένος
- ῥερυπωμένος: see ῥυπόω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ῥερυπωμένος — ῥυπόομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)